αποβλέπω

αποβλέπω
(AM ἀποβλέπω)
1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά
2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ
3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει»)
4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού
μσν.- νεοελλ.
βλέπω το αποτέλεσμα
νεοελλ.
1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον βλέπω με περιφρόνηση
2. φρ. «είδα κι' απόειδα» βεβαιώθηκα και απογοητεύθηκα για κάτι
μσν.
φροντίζω
αρχ.
1. βλέπω με θαυμασμό και αγάπη
2. ρίχνω μια ματιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποβλέπω — αποβλέπω, απέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: αποβλέπω : εύχρηστος κυρίως ο ενεστώτας, με την έννοια → αποσκοπώ. Στον αόριστο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον τύπο απόειδα, που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση είδα και απόειδα → απελπίστηκα,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποβλέπω — look away from pres subj act 1st sg ἀποβλέπω look away from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβλέπω — απόβλεψα (για το απόειδα βλ. ειδικό λήμμα), στρέφω το βλέμμα μου ή τις βλέψεις μου σε κάποιον ή κάτι, επιδιώκω: Αποβλέπει στο να τον διαδεχτεί στη διεύθυνση του μαγαζιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποβλέπεσθε — ἀποβλέπω look away from pres imperat mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλέπετε — ἀποβλέπω look away from pres imperat act 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind act 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλέπῃ — ἀποβλέπω look away from pres subj mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπομένων — ἀποβλέπω look away from pres part mp fem gen pl ἀποβλέπω look away from pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπόμενον — ἀποβλέπω look away from pres part mp masc acc sg ἀποβλέπω look away from pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπόντων — ἀποβλέπω look away from pres part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεψάντων — ἀποβλέπω look away from aor part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”